- ολόσκιος
- -α, -ο (Α ὁλόσκιος, -ον)πολύ σκιερός, ολόσκιωτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + -σκιος (< σκιά), πρβλ. μεγαλό-σκιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁλόσκιον — ὁλόσκιος quite shady masc/fem acc sg ὁλόσκιος quite shady neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek